- ιερ(ο)εξεταστής
- ο прям. , перен. инквизитор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιερεξεταστής — ο ο ιεροεξεταστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Εμμ. Ροΐδη] … Dictionary of Greek
ιεροεξεταστής — ὁ 1. (κατά τον μεσαίωνα) μέλος τού δικαστηρίου τής Ιεράς Εξετάσεως 2. αυτός που υποβάλλει κάποιον σε σκληρά βασανιστήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + εξεταστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών (πρβλ. και ιερεξεταστής)] … Dictionary of Greek